- αναδηλώ
- ἀναδηλῶ (-όω) [ἀνάδηλος] (ΑΜ)γνωστοποιώ, υποδεικνύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάδηλος — ἀνάδηλος, ον (Α) πασίδηλος, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δηλος < δῆλος «φανερός». ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀναδηλῶ] … Dictionary of Greek